- πρόοικος
- ὁ, ΜΑεπιστάτης μεγάρου, οικονόμος τής Αυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + οἶκος (πρβλ. πάρ-οικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόοικος — major domo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοίκου — πρόοικος major domo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοίκων — πρόοικος major domo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοικον — πρόοικος major domo masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
PROOECUS — Graece Πρόοικος, Graecis dictus est servus Maior domus; quô nomine appellabatur, qui primatum in familia teneret, uti apud Donatum legimus. Vide Salmas. ad Solin. p. 1221. aliam vero vocis notionem supra, voce Oecus … Hofmann J. Lexicon universale
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek